- Μερμερίδης
- Μερμερίδης: son of Mermesus, Ilus, Od. 1.259†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Μερμερίδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μερμερίδαο — Μερμερίδᾱο , Μερμερίδης masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)